quebrantamiento - ορισμός. Τι είναι το quebrantamiento
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι quebrantamiento - ορισμός


quebrantamiento      
Derecho.
Infracción o transgresión de alguna ley o contrato, que supone la nulidad de lo realizado.

     - quebrantamiento de forma
quebrantamiento      
quebrantamiento m. Acción de quebrantar[se]: "El quebrantamiento de un hueso [o de la consigna]".
quebrantamiento      
sust. masc.
1) Acción y efecto de quebrantar o quebrantarse.
2) Derecho. Infracción o transgresión de alguna ley o contrato, que supone la nulidad de lo realizado.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για quebrantamiento
1. Otro juzgado archivó un procedimiento por quebrantamiento de condena.
2. Está acusado de tenencia ilícita de armas y explosivos, falsificación de documentos y quebrantamiento de condena.
3. Sólo el año pasado concedió cerca de 3.000, de las que unas 100 derivaron en quebrantamiento de condena.
4. La mujer denunció el quebrantamiento, pero seis días después el marido se saltó el alejamiento por segunda vez.
5. En el juicio por estos hechos, el fiscal pidió para Juan José casi siete años de cárcel por los delitos de incendio, amenazas, lesiones y quebrantamiento de condena.
Τι είναι quebrantamiento - ορισμός